Τί θέλει τελικά ο ασθενής;
Την εποχή που ήμασταν φοιτητές ευδοκιμούσε η παραγωγή ανεκδότων, ιδιαίτερα αυτών με κοινή θεματολογία…πόσοι αστυνομικοί χρειάζονται για να αλλάξουν μια λάμπα…πόσοι αριστεροί χρειάζονται να αλλάξουν μια λάμπα…και επειδή ήμασταν στο τμήμα Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ, πόσοι ψυχολόγοι χρειάζονται για να αλλάξουν μια λάμπα; Μόνο ένας – η σωστή απάντηση – αρκεί να θέλει και η λάμπα να αλλάξει!
Αυτό είχε μια ισχυρή δόση αλήθειας: φυσικά και η ψυχοθεραπεία, αν ο ασθενής δεν έχει επιθυμία να αλλάξει, έχει μερική μόνο επιτυχία. Αν δεν έχει ένα πραγματικό εσωτερικό κίνητρο, αν δε θέλει να μετακινηθεί για να φύγει απ’ ό,τι τον κάνει να δυσλειτουργεί, η ψυχοθεραπεία θα τον πάει μόνο μέχρι σ’ ένα σημείο της διαδρομής.
Ναι, φυσικά και αυτή η παραδοχή έχει μια δόση αλήθειας, αλλά όχι ολόκληρη: ο ασθενής βεβαίως και δε θέλει ν’ αλλάξει!
Τις περισσότερες φορές, όταν κάποιος αναζητά ψυχοθεραπεία, η πρώτη του προτεραιότητα είναι η εξαφάνιση των συμπτωμάτων που τον ταλαιπωρούν. Όντως, μπορεί να περιμένει από τη θεραπεία την εξαφάνιση του συμπτώματος. Αν όμως τα συμπτώματά του έχουν εξελιχθεί και παγιωθεί, αυτό σημαίνει ότι αυτός ο ασθενής έχει επενδύσει αρκετά μεγάλη ψυχική ενέργεια σε αυτό το οικοδόμημα, επομένως θα προσπαθήσει να μην εγκαταλείψει αυτό στο οποίο επένδυσε τόσα πολλά και ενδεχομένως θυσίασε άλλα τόσα. Ο ασθενής αρπάζεται από το σύμπτωμα γιατί τον προστατεύει από την ανάδυση της εσωτερικής σύγκρουσης. Ο Freud το αναφέρει ως «υποκατάσταση ικανοποίηση».
Όχι, η επιλογή «ψυχολόγε μου θέλω να είμαι ευτυχισμένος» ή «γιατρέ μου θέλω να γίνω καλά» δεν είναι αυτονόητη. Είναι μια επιλογή, μια τοποθέτηση που θα κάνουν πολλοί από εμάς, αλλά όχι όλοι μας. Πόσοι άνθρωποι υπάρχουν που μια ζωή λένε πόση λίγη ικανοποίηση αντλούν από τη ζωή τους, αλλά δε μπαίνουν σε θεραπεία; Ίσως γιατί το αίτημά τους είναι η ικανοποίηση που παίρνουν από την ίδια την έλλειψη ικανοποίησης, θα έλεγαν οι παλιοί ψυχαναλυτές. Ο ασθενής ισχυρίζεται -και φυσικά το εννοεί- πως θέλει να απαλλαγεί από τα συμπτώματα που τον κατακλύζουν, παραμένει όμως συχνά προσκολλημένος στο να μην ταράξει η ψυχοθεραπεία τα νερά.
Ο ψυχοθεραπευτής επομένως δε μπορεί να επαφίεται στην επιθυμία του ασθενή να μην ταραχτούν τα νερά/να μην αλλάξει η πραγματικότητά του, η εσωτερική πραγματικότητά του. Μπορεί τα συμπτώματά του να του «προσέφεραν» σε κάποια φάση της ζωής του ένα ασφαλές καταφύγιο ή μια ουδό εκφόρτισης της ψυχικής ενέργειας ή μια υποκατάστατη ικανοποίηση, όμως δε μπορούν να λειτουργούν εσαεί. Ο ασθενής συχνά έρχεται αυτή ακριβώς τη στιγμή. Τη στιγμή που όλα φαίνονται να μαραζώνουν σε αυτή την εσωτερική του πραγματικότητα, τη στιγμή που η επιθυμία του μοιάζει να αργοπεθαίνει, τη στιγμή που το modus operandi του πλήττεται. Και το έργο του θεραπευτή είναι αυτό ακριβώς: να ακούσει αυτή τη γνήσια επιθυμία, να τη ξαναζωντανέψει και να την κουβαλήσει μέχρι ο ασθενής να είναι έτοιμος να την υποστηρίξει για λογαριασμό του.
Αυτό είχε μια ισχυρή δόση αλήθειας: φυσικά και η ψυχοθεραπεία, αν ο ασθενής δεν έχει επιθυμία να αλλάξει, έχει μερική μόνο επιτυχία. Αν δεν έχει ένα πραγματικό εσωτερικό κίνητρο, αν δε θέλει να μετακινηθεί για να φύγει απ’ ό,τι τον κάνει να δυσλειτουργεί, η ψυχοθεραπεία θα τον πάει μόνο μέχρι σ’ ένα σημείο της διαδρομής.
Ναι, φυσικά και αυτή η παραδοχή έχει μια δόση αλήθειας, αλλά όχι ολόκληρη: ο ασθενής βεβαίως και δε θέλει ν’ αλλάξει!
Τις περισσότερες φορές, όταν κάποιος αναζητά ψυχοθεραπεία, η πρώτη του προτεραιότητα είναι η εξαφάνιση των συμπτωμάτων που τον ταλαιπωρούν. Όντως, μπορεί να περιμένει από τη θεραπεία την εξαφάνιση του συμπτώματος. Αν όμως τα συμπτώματά του έχουν εξελιχθεί και παγιωθεί, αυτό σημαίνει ότι αυτός ο ασθενής έχει επενδύσει αρκετά μεγάλη ψυχική ενέργεια σε αυτό το οικοδόμημα, επομένως θα προσπαθήσει να μην εγκαταλείψει αυτό στο οποίο επένδυσε τόσα πολλά και ενδεχομένως θυσίασε άλλα τόσα. Ο ασθενής αρπάζεται από το σύμπτωμα γιατί τον προστατεύει από την ανάδυση της εσωτερικής σύγκρουσης. Ο Freud το αναφέρει ως «υποκατάσταση ικανοποίηση».
Όχι, η επιλογή «ψυχολόγε μου θέλω να είμαι ευτυχισμένος» ή «γιατρέ μου θέλω να γίνω καλά» δεν είναι αυτονόητη. Είναι μια επιλογή, μια τοποθέτηση που θα κάνουν πολλοί από εμάς, αλλά όχι όλοι μας. Πόσοι άνθρωποι υπάρχουν που μια ζωή λένε πόση λίγη ικανοποίηση αντλούν από τη ζωή τους, αλλά δε μπαίνουν σε θεραπεία; Ίσως γιατί το αίτημά τους είναι η ικανοποίηση που παίρνουν από την ίδια την έλλειψη ικανοποίησης, θα έλεγαν οι παλιοί ψυχαναλυτές. Ο ασθενής ισχυρίζεται -και φυσικά το εννοεί- πως θέλει να απαλλαγεί από τα συμπτώματα που τον κατακλύζουν, παραμένει όμως συχνά προσκολλημένος στο να μην ταράξει η ψυχοθεραπεία τα νερά.
Ο ψυχοθεραπευτής επομένως δε μπορεί να επαφίεται στην επιθυμία του ασθενή να μην ταραχτούν τα νερά/να μην αλλάξει η πραγματικότητά του, η εσωτερική πραγματικότητά του. Μπορεί τα συμπτώματά του να του «προσέφεραν» σε κάποια φάση της ζωής του ένα ασφαλές καταφύγιο ή μια ουδό εκφόρτισης της ψυχικής ενέργειας ή μια υποκατάστατη ικανοποίηση, όμως δε μπορούν να λειτουργούν εσαεί. Ο ασθενής συχνά έρχεται αυτή ακριβώς τη στιγμή. Τη στιγμή που όλα φαίνονται να μαραζώνουν σε αυτή την εσωτερική του πραγματικότητα, τη στιγμή που η επιθυμία του μοιάζει να αργοπεθαίνει, τη στιγμή που το modus operandi του πλήττεται. Και το έργο του θεραπευτή είναι αυτό ακριβώς: να ακούσει αυτή τη γνήσια επιθυμία, να τη ξαναζωντανέψει και να την κουβαλήσει μέχρι ο ασθενής να είναι έτοιμος να την υποστηρίξει για λογαριασμό του.