ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΚΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ή αλλιώς, CBT (Cognitive Behavioral Therapy): ΜΥΘΟΙ & ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η Γνωστική Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία (στο εξής, CBT) θεωρείται θεραπεία εκλογής για τις περισσότερες ψυχικές νόσους (του ταξινομικού Κώδικα Ψυχικών διαταραχών DSM-V). Έχει τις περισσότερες συστηματοποιημένες μελέτες γύρω από την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεών της και είναι η μόνη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, έναντι όλων των άλλων προσεγγίσεων (π.χ. συστημική, προσωποκεντρική, gestalt) που έχει προσδιορίσει με σαφήνεια τα χαρακτηριστικά και τα κριτήρια της μεθοδολογίας της, τα οποία έχουν πλειστάκις επιβεβαιωθεί επιστημονικά, με τυχαιοποιημένες μελέτες σε ασθενείς-ωφελούμενους.
Ωστόσο, διάφοροι μύθοι ή διαστρεβλώσεις εγείρουν γύρω από την προσέγγιση:
Η CBT είναι πολύ «τεχνική» προσέγγιση. Η CBT διαθέτει πολλά θεραπευτικά εργαλεία και πλήθος γνωστικών, βιωματικών και συμπεριφορικών τεχνικών. Η σωστή χρήση αυτών έγκειται στον κάθε θεραπευτή. Ο έμπειρος και καλά εξειδικευμένος στη CBT θεραπευτής δε χρησιμοποιεί ποτέ τις τεχνικές άσκοπα ή άκαιρα. Το μέλημά του είναι η θεραπευτική σχέση και η καλλιέργεια της θεραπευτικής διεργασίας (working through). Ο πολύ γνωστός CBT θεραπευτής A. Lazarus έχει πεί γι’ αυτό: “η θεραπευτική συμμαχία είναι το έδαφος που βοηθά τις τεχνικές να βγάλουν ρίζες”.
Η CBT δε δουλεύει με τα συναισθήματα. Διαστρέβλωση που πραγματικά ενοχλεί! Τόσο στις εκπαιδεύσεις μας πάνω στην προσέγγιση, όσο και στις εποπτείες που κάνουμε, η οδηγία είναι σαφής: η θεραπευτική αλλαγή είναι κυρίως μέσα από το συναίσθημα! Ένα μεγάλο κομμάτι της θεραπείας αφιερώνεται στην εκπαίδευση του θεραπευόμενου να αναγνωρίζει, ονοματίζει και διαχειρίζεται τα συναισθήματά του, γι’ αυτό και εφαρμόζεται πλήθος βιωματικών τεχνικών εστιασμένων στο συναίσθημα.
Στη CBT η καλή σχέση μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου είναι σημαντική για να συντελεστεί μια επιτυχημένη θεραπεία, αλλά δε θεωρείται κεντρική εστία της θεραπευτικής διαδικασίας. Συγκριτικές μελέτες -όπου για παράδειγμα η CBT συγκρίνεται με τη ψυχοδυναμική θεραπεία- έχουν δείξει οτι η ποιότητα και η δυναμική της θεραπευτικής σχέσης είναι εξίσου ισχυρή και ενίοτε ισχυρότερη συγκριτικά με τα αποτελέσματα αξιολόγησης που αφορούν θεραπείες «προσανατολισμένες προς τη σχέση» (Raue & Goldfried, 1994). Οι CBT θεραπευτές που δεν έχουν θετικά αποτελέσματα στις θεραπείες τους είναι αυτοί που δεν καταφέρνουν να εγκαταστήσουν μια καλή θεραπευτική σχέση. Αντίστοιχα, τα αποτελέσματα των ερευνών δείχνουν οτι οι CBT θεραπευτές που τα καταφέρνουν είναι αυτοί που εστιάζουν πολύ στη θεραπευτική δύναμη της σχέσης (McLeod, 2005). Μάλιστα, επειδή οι CBT θεραπευτές προσφέρουν στους θεραπευόμενούς τους έναν σχετικά υψηλό βαθμό συγκρότησης στις συνεδρίες τους και εστιάζουν και στην προώθηση λύσεων, εξίσου με τη διερεύνηση της εσωτερικής τους εμπειρίας, συχνά επιτυγχάνουν μια πιο στέρεη και ασφαλή θεραπευτική συμμαχία.
Επειδή ένα μέρος της CBT παρέμβασης εστιάζει στις αρνητικές δυσλειτουργικές σκέψεις και στην αναπλαισίωσή τους, πολλοί θεωρούν οτι η CBT προσέγγιση είναι η εκμάθηση θετικών σκέψεων. Η CBT δε λειτουργεί έτσι και οι CBT θεραπευτές δεν ασκούν συμπαθητική ή συμπονετική θεραπεία, ούτε είναι χαρούμενες νεραϊδούλες που βοηθούν τους ανθρώπους να κάνουν χαρωπές, ανάλαφρες σκέψεις! Η CBT είναι μια εις βάθος ολιστική, επιστημονική αντιμετώπιση των δυσλειτουργικών μοτίβων, γι’ αυτό και οι CBT θεραπευτές εστιάζουν στην πραγματικότητα του θεραπευόμενου βοηθώντας τον να εξερευνήσει πιο ορθολογικούς τρόπους ερμηνείας για τη ζωή του και τα προβλήματά του.